I.6. «Τόπος αναψύξεως». Οι χριστιανοί μπροστά στο θάνατο

Ο θάνατος, σύμφωνα με τη διδασκαλία του χριστιανισμού, αποτελεί μετάβαση από τον φθαρτό υλικό κόσμο στην αιώνια ζωή, «εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως», όπως αναφέρεται στη νεκρώσιμη ακολουθία. Είναι ένας μακρύς ύπνος εν αναμονή της ανάστασης κατά τη Δευτέρα Παρουσία («Προ μεν γαρ της παρουσίας του Χριστού ο θάνατος θάνατος εκαλείτο... επειδή δε ήλθεν ο Xριστός… ουκέτι θάνατος καλείται αλλά ύπνος και κοίμησις», Xρυσόστομος, Patrologia Graeca, 49, 393-394).

Τους πρώτους αιώνες (1ο-3ο) οι χριστιανοί έθαβαν συνήθως τους νεκρούς τους στα υπάρχοντα υπαίθρια νεκροταφεία, όπου θάβονταν και εθνικοί, ενώ τα πρώτα νεκροταφεία αποκλειστικά για χριστιανούς εμφανίστηκαν προς τα τέλη του 2ου αιώνα.

Οι τύποι των χριστιανικών τάφων, καμαροσκεπείς, κιβωτιόσχημοι ή απλοί λακκοειδείς, δεν διέφεραν από τους προγενέστερους ελληνιστικούς ή ρωμαϊκούς. Αλλά και πολλά νεκρικά έθιμα, όπως τα κτερίσματα που συνόδευαν τους νεκρούς, οι τελετές στη μνήμη τους, η κατάθεση προσφορών πάνω στους τάφους, αποτελούσαν συνέχεια ανάλογων ειδωλολατρικών εθίμων.