VILLA ILISSIA
Η Villa Ilissia, που στεγάζει σήμερα το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, είναι ένα από τα ωραιότερα κτίσματα που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια της ιστορικής της διαδρομής ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Η Αθήνα, όταν ανακηρύχθηκε επίσημα πρωτεύουσα το 1834, ήταν μια πόλη των 7.000 περίπου κατοίκων. Ωστόσο, μέσα σε μια διετία ο πληθυσμός της διπλασιάστηκε, καθώς εγκαταστάθηκαν σε αυτήν οι νέες διοικητικές αρχές και πολλοί νέοι κάτοικοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ανάμεσα στους νεοφερμένους διακρίνονται Έλληνες και Βαυαροί δημόσιοι υπάλληλοι, Ευρωπαίοι φιλέλληνες και λάτρεις της Ανατολής, Φαναριώτες και άλλοι μορφωμένοι Έλληνες από το εξωτερικό, οπλαρχηγοί και προεστοί από την περιφέρεια, έμποροι, επιχειρηματίες και τραπεζίτες, μαζί τους και απλοί άνθρωποι από όλη τη χώρα που κατέφθαναν στη νέα πρωτεύουσα αναζητώντας εργασία ή απλώς μια καλύτερη τύχη.
Sophie de Marbois-Lebrun, Δούκισσα της Πλακεντίας
Στους νέους κατοίκους της πόλης συγκαταλέγεται από το 1837 και η Sophie de Marbois-Lebrun, Δούκισσα της Πλακεντίας. Η Sophie de Marbois γεννήθηκε το 1785 στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής. Ήταν κόρη του Γάλλου πολιτικού και διπλωμάτη Μαρκήσιου François Barbé de Marbois και της Αμερικανίδας Elisabeth, κόρης του διοικητή της Πενσυλβάνιας William Moore. Παντρεύτηκε τον Charles Lebrun, γιο του συνυπάτου του Ναπολέοντα και Δούκα της Πλακεντίας (Piacenza ή Plaisance). Την εποχή του γάμου της ο σύζυγός της ήταν υπασπιστής του Ναπολέοντα και η νεαρή Δούκισσα διέπρεπε στην αυτοκρατορική αυλή για την ομορφιά και την ευφυΐα της. Ωστόσο, ο γάμος δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένος. Η Δούκισσα έζησε, μαζί με την κόρη της, χωριστά από το σύζυγό της και το 1830, γοητευμένη από την εντύπωση που είχε προκαλέσει στην Ευρώπη ο αγώνας των Ελλήνων, έφτασε στο Ναύπλιο, την προσωρινή πρωτεύουσα του κράτους. Εκεί ενεπλάκη στις πολιτικές αντιπαραθέσεις της εποχής, τάχθηκε εναντίον του Καποδίστρια και συνδέθηκε στενά με την οικογένεια Μαυρομιχάλη. Από το 1831 άρχισε να αγοράζει μεγάλες εκτάσεις γης στην Αθήνα και την Πεντέλη. Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε οριστικά μετά τον πρόωρο θάνατο της κόρης της, το 1837. Η παρουσία στην πόλη μιας προσωπικότητας όπως η Δούκισσα, με το έντονο παρελθόν, τον μεγάλο πλούτο, τον ιδιόμορφο τρόπο ζωής και τις παράξενες αντιλήψεις, αποτέλεσε εξαιρετικό γεγονός για την αθηναϊκή κοινωνία της εποχής.
Η Δούκισσα ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη την οικοδόμηση έξι κτηρίων συνολικά, στην Αθήνα και τα περίχωρά της. Ανάμεσά τους το Καστέλο της Ροδοδάφνης στην Πεντέλη και η Villa Ilissia, το χειμερινό της ανάκτορο.
Σταμάτης Κλεάνθης, ο αρχιτέκτονας
Ο Κλεάνθης, γεννημένος το 1802 στο Βελβενδό της Μακεδονίας, σπούδασε στην Ακαδημία Αρχιτεκτονικής του Βερολίνου με δάσκαλο έναν από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της εποχής, τον Karl Friedrich Schinkel. Το 1830 ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τον Γερμανό φίλο και συνάδελφό του Eduard Schaubert. Ένα χρόνο αργότερα ξεκίνησαν και να σχεδιάζουν μαζί το πολεοδομικό σχέδιο της νέας πόλης της Αθήνας, ενόψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας του νέου κράτους. Το σχέδιο εγκρίθηκε από την κυβέρνηση το 1833 και, παρότι δεν υλοποιήθηκε εξαιτίας πολλών αντιδράσεων ιδιοκτητών οικοπέδων, θεωρείται το σημαντικότερο έργο των Κλεάνθη και Schaubert, καθώς αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ίδρυσης πόλης τον 19ο αιώνα. Ο Κλεάνθης ασχολήθηκε επίσης με την ανέγερση πολλών ιδιωτικών κατοικιών εύπορων Ελλήνων και ξένων. Την ίδια εποχή, άλλωστε, πολλοί γνωστοί αρχιτέκτονες, Έλληνες και ξένοι, όπως ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, ο Δημήτριος Ζέζος, ο Leo von Klenze, οι Christian και Theophil Hansen, ο Friedrich von Gaertner, o Wilhelm von Weiler και ο Ernst Ziller, συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και εργάστηκαν για την ανέγερση δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων που καθόρισαν την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της πόλης.
Το κτήριο της Villa Ilissia και η ιστορία του
Η οικοδόμηση της Villa Ilissia ξεκίνησε το 1840, λίγο έξω από τα όρια της πόλης, σε μικρή απόσταση από τα βασιλικά ανάκτορα (τη σημερινή Βουλή), που είχαν αρχίσει να κτίζονται το 1836. Η Villa Ilissia βρισκόταν ανάμεσα στις όχθες του ποταμού Ιλισσού, που σήμερα έχει καλυφθεί, και τη λεωφόρο που λίγο καιρό νωρίτερα είχε χαραχθεί για να συνδέσει την Αθήνα με την Κηφισιά. Η λεωφόρος Κηφισίας, όπως ονομαζόταν τότε η σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας, εξελίχθηκε σύντομα σε ένα από τα ομορφότερα βουλεβάρτα της Αθήνας, σε ένα σύμβολο του εξευρωπαϊσμού της νέας πρωτεύουσας, καθώς κτίστηκαν κατά μήκος της, από γνωστούς αρχιτέκτονες της εποχής, πολλά δημόσια κτήρια, αλλά και ιδιωτικές επαύλεις που στέγασαν διαπρεπείς οικογένειες της αθηναϊκής κοινωνίας.
Το μέγαρο των Ιλισσίων είναι στην πραγματικότητα ένα συγκρότημα κτηρίων. Το κεντρικό κτήριο, η κατοικία της Δούκισσας, επενδεδυμένο εξωτερικά με μάρμαρο, αποτελείται από δύο ορόφους και υπόγειο. Πρόκειται για ένα κτίσμα που διακρίνεται για την απλότητα και την αυστηρή συμμετρία του. Στη βόρεια πλευρά, προς την αυλή και το Λυκαβηττό, υπάρχουν και στους δύο ορόφους τοξοστοιχίες με επτά αψίδες, ενώ την εικόνα συμπλήρωναν οι δύο εξέχοντες γωνιακοί πύργοι, όπου βρίσκονται τα κλιμακοστάσια. Στη νότια πλευρά, προς τον Ιλισσό, υπάρχει τοξοστοιχία με τρεις αψίδες στο κέντρο του ισογείου και ανοιχτή στοά με τοξοστοιχία στον πάνω όροφο. Τα λίγα διακοσμητικά στοιχεία, όπως τα ξύλινα φουρούσια της στέγης με τα ζωγραφισμένα ανθέμια, δεν αναιρούν τη λιτή μορφή του κτίσματος. Οι στενές ταινίες με τον ανάγλυφο διάκοσμο από σχηματοποιημένα σταυρόσχημα μοτίβα, που περιτρέχουν το κτήριο, σχηματίζουν το όριο μεταξύ των ορόφων και το τελείωμα του δεύτερου ορόφου, ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζουν την οριζόντια διάταξη των αρχιτεκτονικών στοιχείων.
Το κεντρικό κτήριο υψώνεται επιβλητικό στο βάθος της αυλής, το περίγραμμα της οποίας συμπληρώνεται από δύο χαμηλές πλευρικές πτέρυγες, που προορίζονταν για βοηθητικές χρήσεις, και από το κτήριο με τον πυλώνα της εισόδου. Στο τόξο της μαρμάρινης καμάρας της εισόδου είναι λαξευμένη η ονομασία του συγκροτήματος: ILISSIA.
Στο κτηριακό συγκρότημα συνδυάζονται στοιχεία του κλασικισμού, όπως η επικράτηση της οριζόντιας γραμμής και οι χαμηλοί κλειστοί πύργοι, με στοιχεία του ρομαντισμού, όπως οι αψιδωτές στοές στις δύο όψεις του κεντρικού κτηρίου και η προβολή της στέγης, που τονίζουν την εναλλαγή φωτός και σκιάς.
Η οικοδόμηση της Villa Ilissia ολοκληρώθηκε το 1848. Κατοικήθηκε από τη Δούκισσα μέχρι το θάνατό της το 1854. Αργότερα το συγκρότημα περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο, στέγασε για τρία χρόνια τη Σχολή Ευελπίδων και στη συνέχεια άλλες στρατιωτικές αρχές.
Το 1926 η Villa Ilissia παραχωρήθηκε για να στεγάσει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Η εξωτερική μορφή του κτηρίου παρέμεινε περίπου όπως είχε σχεδιαστεί από τον Κλεάνθη, ενώ το εσωτερικό του προσαρμόστηκε στις ανάγκες της νέας του χρήσης, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου και σύμφωνα με τις μουσειολογικές αντιλήψεις του τότε διευθυντή του Μουσείου Γεωργίου Σωτηρίου. Οι μεγαλύτερες επεμβάσεις έγιναν στο ισόγειο του κτηρίου, όπου τρεις αίθουσες διαμορφώθηκαν σε χαρακτηριστικούς τύπους ναών της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Η διαμόρφωση της αυλής έγινε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη. Από το 1930, όταν το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο άνοιξε τις πύλες της νέας μόνιμης στέγης του στο κοινό, ξεκίνησε μια νέα περίοδος στην ιστορία της Villa Ilissia. Στη συνείδηση χιλιάδων επισκεπτών το μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας συνδέθηκε με τη νέα, μουσειακή του χρήση.
Η Villa Ilissia σήμερα
Σήμερα το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο ολοκλήρωσε την επανέκθεση των συλλογών του στο καινούργιο μουσείο που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Μάνος Περράκης την περίοδο 1987-1992 και έχει ήδη αποπερατωθεί. Το νέο μουσείο είναι υπόγειο και αναπτύσσεται σε πολλαπλά επίπεδα κάτω από το κτηριακό συγκρότημα της Δούκισσας της Πλακεντίας.
Σήμερα, το κεντρικό κτήριο της Villa Ilissia ανοίγει τις πύλες του και πάλι στο κοινό, έπειτα από την αναγκαία και ριζική αποκατάστασή του. Αποκτά και πάλι κεντρικό ρόλο στη λειτουργία του Βυζαντινού Μουσείου, ενώ αποτελεί και το κέντρο ενός πολιτιστικού πάρκου στην καρδιά της πόλης. Το ισόγειο του Μεγάρου γίνεται το κεντρικό σημείο υποδοχής, συνάντησης και ενημέρωσης των επισκεπτών. Η αίθουσα, στον τύπο της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που διατήρησε την εσωτερική της διαμόρφωση, θα φιλοξενεί έκθεση για την ιστορία του Μουσείου ενώ η απέναντι θα παρουσιάζει περιοδικές εκθεσιακές δράσεις. Ο όροφος φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις αυξάνοντας την έκταση των εκθεσιακών χώρων του Μουσείου.