Εργαστήριο Συντήρησης Γλυπτών
Η Συλλογή Γλυπτών του μουσείου περιλαμβάνει 2.000 περίπου αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά μέλη που χρονολογούνται από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια ως τον 19ο αιώνα. Το υλικό τους είναι κατά κύριο λόγο το μάρμαρο και σε μικρότερο βαθμό ο πωρόλιθος. Oι διαστάσεις τους ποικίλλουν από τα 1,5 μέτρα έως τα 12 εκατοστά ύψος περίπου.
Η συντήρηση των γλυπτών ξεκίνησε στο Μουσείο λίγο πριν από την πρώτη έκθεση των συλλογών του, το 1930. Για τις ανάγκες αυτής της έκθεσης αρκετά γλυπτά εντοιχίστηκαν και συμπληρώθηκαν με γύψινες προσθήκες. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος όγκος των γλυπτών παρέμεινε στην αυλή του Μουσείου, λόγω έλλειψης χώρου, εκτεθειμένος για πολλά χρόνια στις συνθήκες του περιβάλλοντος. Στη δεκαετία του 1960 ειδικό συνεργείο, με υπεύθυνο τον μαρμαροτεχνίτη Μανώλη Νουκάκη, ασχολήθηκε με τη συντήρηση των γλυπτών της αυλής. Οι μέχρι τότε εργασίες περιλάμβαναν επεμβάσεις για τη στήριξη και έκθεση των γλυπτών, εκτεταμένες συμπληρώσεις από γύψο με ολοκληρωτική αναπαραγωγή του σχεδίου διακόσμησης, ή επεμβάσεις με σωστικό χαρακτήρα, όπως συγκολλήσεις σπασμένων κομματιών.
Το εργαστήριο συντήρησης γλυπτών άρχισε να λειτουργεί στο Μουσείο το 1987, με υπεύθυνο τον ζωγράφο-συντηρητή Χρήστο Σταύρακα. Από το 2002 το εργαστήριο μεταστεγάστηκε στις νέες εγκαταστάσεις του Μουσείου και απασχολεί δύο συντηρήτριες.
Τα προβλήματα που έχουν προκύψει από τον τρόπο έκθεσης των γλυπτών στο παρελθόν αφορούν:
- φθορές από την επίδραση του περιβάλλοντος (βιολογικοί παράγοντες, οξειδώσεις από τα προϊόντα διάβρωσης των μεταλλικών συνδέσμων κ.ά.) και
- προηγούμενες επεμβάσεις συντήρησης, οι οποίες είναι συχνά πολύ εκτεταμένες και μη αναστρέψιμες.
Σήμερα το βάρος δίνεται στη δημιουργία ενός κατάλληλου, ελεγχόμενου περιβάλλοντος που θα διασφαλίσει τη διατήρηση των γλυπτών στο χρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής έχει πλέον μεταφερθεί στις νέες αποθήκες, ενώ έχει καταρτιστεί πρόγραμμα για τη μελέτη και καταγραφή της κατάστασης διατήρησης των αντικειμένων.
Οι επεμβάσεις στα γλυπτά περιλαμβάνουν εργασίες σταθεροποίησης των διαβρωτικών παραγόντων, επιφανειακού καθαρισμού, στερεώσεις, συγκολλήσεις αποσπασμένων τμημάτων, εφαρμογή ενισχυτικών συνδέσμων τιτανίου, και συμπληρώσεις, όπου κρίνεται απολύτως αναγκαίο. Στόχος είναι η αποκατάστασή τους με σεβασμό απέναντι στον δημιουργό τους, στην παλαιότητά τους, στην ιστορική και αισθητική τους αξία. Γι’ αυτό αποφεύγονται πλέον οι εκτεταμένες συμπληρώσεις. Χρησιμοποιούνται ήπια υλικά και μέθοδοι, σε συνδυασμό με την παρακολούθηση των αντικειμένων, που περιλαμβάνει μακροσκοπική και μικροσκοπική παρατήρηση, ποιοτικές και ποσοτικές αναλύσεις των διαβρωτικών επικαθίσεων κ.ά.
Οι συντηρήτριες του εργαστηρίου συμμετέχουν σε ημερίδες, συνέδρια και ερευνητικά προγράμματα, ενώ πραγματοποιούν συνεργασίες με άλλους ερευνητικούς και εκπαιδευτικούς φορείς, σκοπεύοντας στην εφαρμογή νέων μεθόδων συντήρησης και στην αξιολόγηση νέων υλικών. Σε αυτό το πλαίσιο, το εργαστήριο, συμμετέχοντας στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα Lastor (2003-2006), συμβάλλει στον προσδιορισμό των παραμέτρων λειτουργίας του συστήματος laser, όπως και στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων καθαρισμού σε γλυπτά της συλλογής του ΒΧΜ.
Στα τρέχοντα σχέδια του εργαστηρίου συμπεριλαμβάνεται και η συστηματική συνεργασία του με το Πανεπιστήμιο Αθηνών με στόχο τη μελέτη των βιολογικών παραγόντων που έχουν προσβάλει τα γλυπτά της συλλογής. Η κατανόηση του μηχανισμού δράσης των βιολογικών οργανισμών, η ταύτιση και η ταξινόμησή τους, θα βοηθήσουν στην εύρεση ενός αποτελεσματικού τρόπου αντιμετώπισής τους κατά περίπτωση.
Οι εργασίες που σχετίζονται με την έκθεση των αντικειμένων συνήθως πραγματοποιούνται από τις συντηρήτριες του εργαστηρίου σε συνεργασία με εξωτερικούς συνεργάτες, ειδικά όταν πρόκειται για ογκώδη και βαριά σύνολα. Για παράδειγμα, το 2003, λόγω της επικείμενης επανέκθεσης των βυζαντινών συλλογών του Μουσείου, καταρτίστηκε πρόγραμμα αποτοίχισης μεγάλου αριθμού γλυπτών από τους παλαιούς χώρους έκθεσης. Τα 165 γλυπτά που επανεκτέθηκαν ενισχύθηκαν με νέα εσωτερικά στηρίγματα από τιτάνιο (σύνδεσμοι), όπου κρίθηκε απαραίτητο.