Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο :: Οι κήποι .::. Παράδεισος .::. Παράδεισος και θάνατος

Παράδεισος και θάνατος

Η ιδέα του Παραδείσου κυριαρχεί στις αντιλήψεις των Χριστιανών για τον θάνατο, τον μακρύ ύπνο που θα διαρκέσει έως την Ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας. Τότε οι πύλες του Παραδείσου θα ανοίξουν, για να υποδεχθούν τους Δικαίους. Η πεποίθηση αυτή αποτυπώνεται συχνά στους τάφους των πρώτων χριστιανικών αιώνων στα χαραγμένα, λαξευμένα ή ζωγραφισμένα σύμβολα της αιώνιας ζωής και στις απεικονίσεις του Παραδείσου —σε περίκλειστο κήπο με πλούσια βλάστηση οι ψυχές των νεκρών απεικονίζονται ως πτηνά που τσιμπολογούν καρπούς ή πίνουν νερό από αγγεία και αναβρυτήρια, παραπέμποντας στην αιώνια γαλήνη και ευδαιμονία.


Ταφές στην περιοχή του Ιλισσού

Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες τα νεκροταφεία, κοινά για Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, βρίσκονταν εκτός των τειχών και κατά μήκος των μεγάλων δρόμων. Η σημερινή λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας πιθανότατα ταυτίζεται με τη μεγάλη οδική αρτηρία που από την αρχαιότητα συνέδεε την Αθήνα με τη Μεσογαία. Στο νότιο τμήμα αυτής της αρτηρίας και έως τις όχθες του Ιλισσού γίνονταν ενταφιασμοί, από τους κλασικούς χρόνους (5ο-4ο αι. π.Χ.) έως και τουλάχιστον τον 6ο αι. μ.Χ. —ταφές έχουν εντοπισθεί στην πλατεία Ρηγίλλης, στη Ριζάρη, στον Περιβάλλοντα χώρο του Βυζαντινού Μουσείου, αλλά και νοτιότερα, στην οδό Φαλήρου.


Τάφος ύστερων Ρωμαϊκών χρόνων

Ο τάφος αποκαλύφθηκε το 2007 κατά τη διάρκεια εργασιών στον Περιβάλλοντα χώρο του Μουσείου. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν μόνο τέσσερα σιδερένια καρφιά, που ίσως μαρτυρούν ότι ο νεκρός είχε ταφεί μέσα σε φέρετρο. Στοιχεία που να υποδηλώνουν το θρήσκευμα του νεκρού δεν εντοπίστηκαν.

Ανήκει στον συνηθισμένο τύπο των κιβωτιόσχημων τάφων και χρονολογείται στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, πιθανώς στον 3ο αι. μ.Χ. Το πλινθόκτιστο τοιχίο που υψώνεται στη δυτική πλευρά ίσως χρησίμευε για τη σήμανση του τάφου.

Τα τοιχώματά του είναι κτισμένα με πλίνθους ενώ τέσσερις μαρμάρινες πλάκες και ένας μαρμάρινος κιονίσκος, όλα αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση, τον κάλυπταν. Η μερική καταστροφή της κάλυψης επέτρεψε την εισροή υδάτων, με αποτέλεσμα να διαταραχθούν και να αποσαθρωθούν τα σκελετικά κατάλοιπα.

Λίγα μέτρα νοτιοδυτικά του τάφου εντοπίστηκαν επίσης το 2007 δύο ακόμη λίθινες πλάκες, πιθανώς καλυπτήριες τάφου. Η ανακάλυψη αυτή επιτρέπει την υπόθεση ύπαρξης νεκροταφείου στον Περιβάλλοντα χώρο του Μουσείου, τουλάχιστον κατά την ύστερη ρωμαϊκή εποχή.


Η αρχαιολογική ανασκαφή του Φρέατος Πετμεζά

Το 1996-1997, κατά την κατασκευή του ΜΕΤΡΟ της Αθήνας, στη συμβολή των οδών Πετμεζά και Φαλήρου, στο Κουκάκι αποκαλύφθηκε τμήμα νεκροταφείου που ήταν σε χρήση από την αρχαϊκή (7ος-6ος αι. π.Χ.) έως και την πρώιμη βυζαντινή εποχή (3ος-6ος αι. μ.Χ.).

Από τους 64 τάφους που ανευρέθηκαν, τρεις, που χρονολογούνται στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους και ανήκουν πιθανώς σε Χριστιανούς, μεταφέρθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο.

Οι τρεις ορθογώνιοι λιθόκτιστοι τάφοι στεγάζονταν με ημικυλινδρική καμάρα και ήταν μάλλον οικογενειακοί. Η είσοδός τους φρασσόταν με οριζόντια πλάκα και ανοιγόταν για κάθε επόμενη ταφή. Στην ανατολική πλευρά τρεις βαθμίδες επέτρεπαν την κάθοδο στο εσωτερικό. Εντός των τάφων βρέθηκαν πήλινα αγγεία, χάλκινες πόρπες και ένα υφαντικό βάρος, αντικείμενα αγαπητά στους νεκρούς κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

Τμήμα αρχαίου νεκροταφείου (2ος αι. π.Χ-2ος αι. μ.Χ.) που αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της κατασκευής της στάσης «Ευαγγελισμός» του Μετρό των Αθηνών (Φωτογραφία: 1995). Φωτογραφικά Αρχεία Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών.
© BXM 2016| φωτο: Ασπασία Ιωακειμίδη
Τμήμα του νεκροταφείου που αποκαλύφθηκε στη συμβολή των οδών Πετμεζά και Φαλήρου (Φωτογραφία:1997). Φωτογραφικά Αρχεία Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών.
Κατά την προετοιμασία για την απόσπαση και μεταφορά των τάφων εκτελέστηκαν εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού, στερέωσης και προληπτικής συντήρησής τους. Πρ. Τζανουλίνος – Β. Λαμπρόπουλος, Τεχνική έκθεση διαδικασιών, Αθήνα 9-4-1998, φωτ. 9
Σε ικανό βάθος κάτω από κάθε τάφο ανοίχθηκαν οπές για την κατασκευή ειδικής σχάρας από σιδηροδοκούς, η οποία στερεώθηκε με εκτοξευόμενο σκυρόδεμα. Η κατασκευή αυτή διατηρήθηκε στο τάφο 15, προκειμένου να είναι ορατή από τους επισκέπτες. Πρ. Τζανουλίνος – Β. Λαμπρόπουλος, Τεχνική έκθεση διαδικασιών, Αθήνα 9-4-1998, φωτ. 24.
Η τοποθέτηση της μεταλλικής βάσης και γενικότερα η εξωτερική συσκευασία των τάφων εξασφάλισε την ασφαλή απόσπασή τους από τον χώρο της ανασκαφής όπου βρέθηκαν και τη μεταφορά τους με γερανό στο Βυζαντινό Μουσείο, τον Απρίλιο του1998. Πρ. Τζανουλίνος – Β. Λαμπρόπουλος, Τεχνική έκθεση διαδικασιών, Αθήνα 9-4-1998, φωτ. 19.